παραγωγός

παραγωγός
παραγωγ-ός, όν,
A misleading, deceitful,

ὦ πρόδοτι καὶ παραγωγέ Com.Adesp.595

.
2 creative, Ascl. in Metaph.92.5.
II [voice] Pass. (proparox.), easily movable,

ὀστέα Hp.Fract.16

([comp] Comp.).
2 derived from another word, opp. πρωτότυπος, D.T.634.21, A.D.Adv. 146.2;

ἔκ τινος Id.Synt.200.21

, EM97.33; τινος Eust.1553.35. Adv. -γως by a slight change, Plu.2.316a, Ath.11.480f.
b formed in parody,

ἔπος Numen.

ap. Eus.PE14.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραγωγός — misleading masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράγωγος — η, ο / παράγωγος, ον, ΝΜΑ [παράγω] γραμμ. (ιδίως για λέξεις) αυτός που σχηματίζεται από άλλον με την προσθήκη παραγωγικής κατάληξης νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται από άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. το παράγωγο i) χημ. ένωση η οποία προέρχεται από άλλη… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγός — ό / παραγωγός, όν, ΝΑ [παράγω] νεοελλ. 1. αυτός που παράγει κάτι, που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα προϊόν («χώρα παραγωγός αγροτικών προϊόντων») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η παραγωγός α) άτομο που εργάζεται στην παραγωγή, σε αντιδιαστολή… …   Dictionary of Greek

  • παράγωγος — η, ο αυτός που παράγεται από άλλον: Υπάρχουν λέξεις πρωτότυπες και παράγωγες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγωγός — ο, η (ουσ.), αυτός που παράγει, ο δημιουργός και κυρίως αυτός που παράγει καλλιεργώντας τη γη, ο γεωργός: Οι παραγωγοί περιμένουν με αγωνία κάθε χρόνο τον καθορισμό τιμής ασφαλείας για τα προϊόντα τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγωγόν — παραγωγός misleading masc/fem acc sg παραγωγός misleading neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγοῖς — παραγωγός misleading masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγοί — παραγωγός misleading masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγοῦ — παραγωγός misleading masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγούς — παραγωγός misleading masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγέ — παραγωγός misleading masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”